Τα
κείμενα
προέρχονται
από την ηλεκτρονική
σελίδα του Βιογραφικό Σημείωμα Ο
Μένης Κουμανταρέας
γεννήθηκε
στην Αθήνα το
1931 και σπάνια
την
εγκαταλείπει.
Δεν
ακολούθησε
ανώτερες
σπουδές.
Δοκίμασε να
σπουδάσει
θέατρο και
πέρασε εξίσου
άδοξα, από την
δημοσιογραφία.
Εργάστηκε επί
σειρά ετών σε
γραφεία,
δουλειές άσχετες,
που του
επέτρεψαν να
αφοσιωθεί
στο γράψιμο. Τα Μηχανάκια (διηγήματα) Αθήνα, Φέξης, 1962, Αθήνα, Κέδρος, 1970, 12η έκδοση 1999 Σελ. 244. ISBN: 960-04-1905-1 Το Αρμένισμα (τρία χρονικά) [Β΄ Κρατικό Βραβείο Διηγήματος 1967] Αθήνα, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 1966, Αθήνα, Κέδρος, 1981, 6η έκδοση 1989. Σελ. 224. ISBN: 960-04-0031-8. Τα Καημένα (δύο νουβέλες) Αθήνα, Κέδρος, 1972, 8η έκδοση 1996. Σελ. 142.ISBN: 960-04-1234-0. Βιοτεχνία υαλικών (μυθιστόρημα) [Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 1976] Αθήνα, Κέδρος, 1975, 17η έκδοση 1996. Σελ. 178. ISBN: 960-04-0819-Χ Η
κυρία Κούλα (νουβέλα)
Αθήνα, Κέδρος,
1978, 14η έκδοση 2000.
Σελ. 80. Το Κουρείο (μυθιστόρημα) Αθήνα, Κέδρος, 1979, 9η έκδοση 1999. Σελ. 112. ISBN: 960-04-1429-7 Σεραφείμ και Χερουβείμ (διηγήματα) Αθήνα, Κέδρος, 1981, 7η έκδοση 1990. Σελ. 248. ISBN: 960-04-0342-2 Ο Ωραίος λοχαγός (μυθιστόρημα) Αθήνα, Κέδρος, 1982, 12η έκδοση 2000. Σελ. 216. ISBN: 960-04-0182-9. Η
Φανέλα με το
εννιά (μυθιστόρημα)
Αθήνα, Κέδρος,
1986, 13η έκδοση 1999.
Σελ. 320. ISBN: 960-04-0171-3 Η Συμμορία της άρπας (μυθιστόρημα) Αθήνα, Κέδρος, 1993, 4η έκδοση 2000. Σελ. 208 ISBN: 960-04-0828-9 Θυμάμαι τη Μαρία (διήγημα) Αθήνα, Καστανιώτης, 1994, 3η έκδοση 1998. Σελ. 60 ISBN:. 960-03-1282-6 Η
μυρωδιά τους
με κάνει να
κλαίω (διηγήματα)
[Α΄ Κρατικό Βραβείο
Μυθιστορήματος
1997] Αθήνα,
Κέδρος, 1996, 17η έκδοση
2001. Σελ. 296. Η μέρα για τα γραπτά και η νύχτα για το σώμα (δοκίμια) Αθήνα, Κέδρος, 1999, 4η έκδοση 1999. Σελ. 440. ISBN: 960-04-1566-8 Δύο φορές Έλληνας (μυθιστόρημα) Αθήνα, Κέδρος, 2001, 1η έκδοση, Σελ. 755 ISBN: 960-041-761-Χ
In German: In English: Koula (μτφρ. Kay Cicellis), Athens, Kedros, 1991. 80 pp ISBN 960-04-0484-4 In French: Le Beau Capitaine (tr. by) Michel Volkovitch, Boulogne, Du Griot, 1993. 177 pp ISBN: 2-907217-49-6 La Verrerie (tr.by) Marcel Durand Αθήνα, Hatier, 1993 1993, Athenajevo (μτφρ. Συλλογική φοιτητών) Stasbourg, Universite des Sciences Humaines de Strasbourg II, 1996. Christos (tr. by) Michel Volkovitch, Αθήνα, Sepia, 1999 In Turkish: In Italian:
In English: Eighteen Texts writings by Contemporary Authors - M.K. " Holy Sunday on the Rock " (tr.by) Stavros Deligiorgis. Harvard University, 1972, ISBN 674-24175-4 The Literay Review - n. XYI : 3 - M.K. " The Burnt Ones " (Tr.by) Stavros Deligiorgis. N. Jersey USA, Fairleigh Dickinson University, 1973. Modern Greek Short Stories - M.K. " The Bath " (tr. by) Nicholas Kostis. Αθήνα, Οdysseas Publications, 1993 In Russian: Ιn
French: Autrement, Grece un theatre d' ombres - M.K. "Omonia, du coucher du soleil a l' aube" (tr.by) Αντιγ. Βλαβιανού. Paris Autrement Revue, 1989 InGermany: Der Garten des Alphabets: Europaische Geschichten - M.K. "Der Blasse" (tr.by) Thanassis Georgiu. Frankfurt am Main, Eichborn, 1994. ISBN: 3-8218-0285-5 In Italian:
" Herman
Hesse: Ντέμιαν (1961)
Ο Μένης Κουμανταρέας θεωρείται ο κατ' εξοχήν ζων εκπρόσωπος του κοινωνικού ρεαλισμού στην ελληνική πεζογραφία, μολονότι υπάρχει επίσης στο έργο του - και μάλιστα δεσπόζει στα όψιμα κείμενά του - μια ποιητικότερη συνιστώσα, μια ελεγειακή διάθεση, που αναφέρεται στη φθορά της νεότητας και του κάλλους. Τα δύο στοιχεία διακρίνονται καθαρά ήδη στο πρώτο βιβλίο του, τη συλλογή διηγημάτων Τα μηχανάκια (1962). Οι ήρωες αυτών των διηγημάτων, με τους οποίους ο συγγραφέας φαίνεται να ταυτίζεται, είναι έφηβοι της δεκαετίας του 1950, που μαραζώνουν μέσα στην ασχήμια και τη βαρβαρότητα της ελληνικής μικροαστικής κοινωνίας. Στο επόμενο βιβλίο του Κουμανταρέα, τη συλλογή διηγημάτων Το αρμένισμα (1967), η κριτική του ελληνικού μικροαστισμού ασκείται μέσω της παρωδίας, ιδιαίτερα στο διήγημα "Οι γάμοι του Σπόρου και της Ποππαίας", που στον καιρό της δικτατορίας των συνταγματαρχών κατηγορήθηκε ως άσεμνο και ο συγγραφέας του οδηγήθηκε στα δικαστήρια (όπου αθωώθηκε). Στο διήγημα που έδωσε τον τίτλο στο τρίτο βιβλίο του Κουμανταρέα, Τα καημένα (1972), ένας δημοσιογράφος προσπαθεί να εξιχνιάσει τα αίτια και τις συνθήκες του τραγικού θανάτου δύο εφήβων σε μια παράλια κωμόπολη. Η αντίθεση ανάμεσα στη νεανική δίψα για ζωή και στην αποχαύνωση του κοινωνικού περίγυρου αποδίδεται εδώ με μια συρραφή μαρτυριών, που διαδέχονται ασθματικά η μια την άλλη, σαν να θέλει ο αφηγητής να πνίξει τους λυγμούς του για το άδοξο τέλος μιας ομορφιάς που εμποδίστηκε ν' ανθήσει. Με το μυθιστόρημα Βιοτεχνία υαλικών (1975), ο Μένης Κουμανταρέας εγκαινιάζει τη δεύτερη φάση του έργου του, η οποία χαρακτηρίζεται από τη στροφή προς έναν πιο αποστασιοποιημένο ρεαλισμό. Θέμα του βιβλίου είναι η επιθανάτια αγωνία μιας ελληνικής μικροεπιχείρησης, που καταρρέει μαζί με τις ψευδαισθήσεις, τις μωροφιλοδοξίες και την ίδια την οικογενειακή ευτυχία των ιδιοκτητών της. Ο συγγραφέας εδώ απομυθοποιεί το όνειρο του Έλληνα μικροαστού, όχι ωστόσο χωρίς συμπάθεια για το ανθρώπινο δράμα των ηρώων του. Για πολλούς, η Βιοτεχνία υαλικών είναι το κορυφαίο έργο του Κουμανταρέα. Ακολούθησαν, στο ίδιο στιλ, η νουβέλα Η κυρία Κούλα (1978), με θέμα τη θνησιγενή απόπειρα μιας μεσόκοπης μικροαστής να ξεφύγει από την αποτελματωμένη ζωής της μέσω του ερωτικού δεσμού μ' έναν νεαρό. το μυθιστόρημα Το κουρείο (1979), γύρω από τη σχέση ενός μεσήλικου λογιστή με μια μανικιουρίστα. και η συλλογή διηγημάτων Σεραφείμ και Χερουβείμ (1981). Στην
τρίτη φάση
της λογοτεχνικής
του εξέλιξης,
ο Κουμανταρέας
επανέρχεται
στους
ελεγειακούς
τόνους του
πρώιμου
έργου του,
κάνοντας
κυρίαρχο πια
μοτίβο του
την
εχθρότητα
της ζωής
απέναντι
στην ομορφιά,
στην
αθωότητα και
στην ορμή της
νεότητας. Στο
μυθιστόρημα
Ο ωραίος
λοχαγός (1982),
ένας νεαρός
αξιωματικός
γερνάει σιγά
σιγά στους
διαδρόμους
των δημοσίων
υπηρεσιών,
περιμένοντας
μάταια την
προαγωγή του.
Ο ήρωας της ιστορίας
παρουσιάζεται
όχι τόσο ως
εξατομικευμένη
μορφή
θύματος της
κρατικής γραφειοκρατίας
όσο ως γενικό
σύμβολο μιας
νιότης που
φυλλορροεί
χωρίς να καρποφορήσει.
Στο μυθιστόρημα
Η φανέλα με το
εννιά (1986), κεντρικό
πρόσωπο είναι
ένας ταλαντούχος
όσο και
ατίθασος νεαρός
ποδοσφαιριστής,
του οποίου η
σταδιοδρομία
τερματίζεται
πρόωρα και άδοξα.
Εδώ ο ήρωας
φαίνεται να καταστρέφεται
περισσότερο
εξαιτίας της
άναρχης φύσης
του παρά από
εξωγενείς
παράγοντες.
Ακολούθησε ο
τόμος Πλανόδιος
σαλπιγκτής (1989),
που περιέχει
διάφορα κείμενα
του
συγγραφέα
και το εκτενές
διήγημα "Play".
Το τελευταίο
ως τώρα- βιβλίο
του Κουμανταρέα
είναι το μυθιστόρημα
Η συμμορία
της άρπας (1993),
που, παρά τη
φαινομενικά
ρεαλιστική
γραφή του,
έχει
περισσότερο
χαρακτήρα ονειροφαντασίας.
Ο αφηγητής
παρασύρεται,
χάρη στη
γνωριμία του
μ' έναν εκκεντρικό
γέρο μουσικό
και τους εξίσου
αλλόκοτους
συντρόφους
του, σ' έναν
παλαιικό,
σχεδόν παραμυθένιο
κόσμο, γεμάτο
σκοτεινά
μυστικά αλλά
και γοητεία -
έναν κόσμο
που
αντιπροσωπεύει
την περιχαρακωμένη,
θνήσκουσα κλασική
τέχνη μέσα
στην γκρίζα
πραγματικότητα
του τέλους
του αιώνα. Δημοσθένης
Κούρτοβικ Αντιγόνη Βλαβιανού: Σας παρουσιάζουν σαν ένα συγγραφέα της πόλης. Συμφωνείτε με αυτόν τον ορισμό; Μένης Κουμανταρέας: Δεν έχω αντίρρηση με τον τρόπο που οι άλλοι βλέπουν το έργο μου. Αυτοί που διαβάζουν τα βιβλία μου έχουν σχεδόν πάντα δίκιο, με τον ίδιο τρόπο που κι εγώ επίσης, όταν γράφω, αισθάνομαι συχνά ότι έχω το δίκιο με το μέρος μου. Μια φορά στο σχολείο, ο καθηγητής μας ζήτησε να γράψουμε μια έκθεση με θέμα: "Πόλη - Χωριό". Έγραψα για τη ζωή του χωριού σαν να επρόκειτο για έναν άλλον πλανήτη. Αντιθέτως, για όσα έγραψα για τη ζωή της πόλης, πήρα άριστα. Ναι, είναι αλήθεια ότι είμαι Αθηναίος και γράφω για την πόλη μου. Χωρίς αυτό να αποκλείει τις άλλες πόλεις. Στο τελευταίο μου μυθιστόρημα: Η φανέλα με το εννιά, ο νεαρός ήρωας μετακινείται από πόλη σε πόλη αναζητώντας την μοίρα του, για να καταλήξει ξανά στην Αθήνα. Αργά ή γρήγορα, καθένας επιστρέφει στη γενέτειρα πόλη του όπου έζησε τα πιο κρίσιμα χρόνια. Η Αθήνα είναι μια παράξενη πόλη. Πολύ όμορφη αλλά με μια άποψη άσχημη και ανυπόφορη. Είναι την ίδια στιγμή μητέρα και μητριά. Είναι ταυτόχρονα πρωτεύουσα και επαρχία. Είναι ένας συγκερασμός Ανατολής και Δύσης. Κι εγώ επίσης είμαι ένα μείγμα και σ' αυτήν την πόλη ζω τις αντιφάσεις μου προσπαθώντας να τις συμφιλιώσω.
…Πως ένας πεζογράφος επέτυχε να φτάσει σε μια κάθαρση των αισθημάτων σαν αυτή στην οποία μας οδηγεί αγάλια - αγάλι ο Κουμανταρέας, μου είναι δύσκολο να το διατυπώσω σαφέστερα, όσο και να μην έχω καμιά αμφιβολία για την ύπαρξη αυτής της κάθαρσης. Πως, ένας συγγραφέας, στα χρόνια της χούντας (στην τελευταία σελίδα δηλώνονται τα χρόνια συγγραφής 1971-74), εγκαταλείπει υφολογικά όργανα σαν τις εντυπωσιακές παρομοιώσεις και τη στιλπνή γραφή, πως παραιτείται από το υλικό πολιτικής επικαιρότητας και μας δίνει ένα έργο όπου η νόθα ζωή, μαζί με τη εφταετία που υπάρχει σαν φόντο όλου του μύθου, φτάνει σε ένα μόνιμο μεταφυσικό ξάφνιασμα, πως, τέλος, με αυτό το υλικό και με αυτή τη μέθοδο έγραψε ένα βιβλίο που μας ποτίζει με μια αίσθηση της ζωής που δεν μας εγκαταλείπει αφού τελειώσουν την ανάγνωση, είναι κάτι που δεν μπορώ να περιγράφω σαφέστερα γιατί η μοναδική εμπειρία της ανάγνωσης του βιβλίου δεν έχει κανένα υποκατάστατο. Mario Vitti
Ο
συγγραφέας
της "Κυρίας
Κούλας", όπως
κάθε
αξιόλογος
πεζογράφος,
ανήκει την εποχή
του και στον
τόπο του. Κι έτσι,
ακόμα και ο
πιο απαιτητικός
αναγνώστης
του βιβλίου,
θα βρει να χαρεί
σ' αυτό τα
ποικίλα και
πολύτιμα υφάδια,
που
περίτεχνα, με
θαυμαστή
οικονομία
πλέκονται
γύρω και μέσα
από τη σύντομη
συνάντηση
των δύο
αταίριαστων
εραστών. Αλέξανδρος
Κοτζιάς
Το
κουρείο, η καινούρια
νουβέλα του Μ.
Κουμανταρέα,
είναι κι αυτή
προέκταση
των
προηγούμενων
βιβλίων του. Η
τοιχογραφία
των ανθρώπινων
μορφών που
ανήκουν στα μεσαία
στρώματα
είναι
πλουσιότατη.
Και δεν είναι
χωρίς
σημασία η τάση
του
συγγραφέα να
αποσπά
στιγμιότυπα
από την καθημερινή
ζωή αυτών των
στρωμάτων
και να τους
δίνει
προεκτάσεις,
να εισχωρεί σ'
αυτά και να
βγάζει στην
επιφάνεια
ανομολόγητα
πάθη… Αλέξης
Ζήρας
…Στο
"Σεραφείμ
και Χερουβείμ"
ο συγγραφέας
είναι το κεντρικό
πρόσωπο αλλά
δεν είναι ο
ήρωας. Είναι
το μάτι ενός
όψιμου πλην
όμως ουσιαστικά
ευαίσθητου
παρατηρητή
που μας
εναποθέτει
ζωές άλλων
όπως τις
γνώρισε, όπως
τις ένιωσε,
κάπου ίσως
τις
φαντάστηκε,
αλλά κυρίως
όπως τις
προσέγγισε μ'
εκείνη την
υπό έκρηξη
ευαισθησία
που χαρακτηρίζει
την εφηβεία
ενός ατόμου. Τάκης
Μενδράκος
…Ο
Ωραίος
Λοχαγός κινείται
στην τροχιά
της Βιοτεχνίας
υαλικών, της
Κυρίας
Κούλας, του
Κουρείου, και
αποτελεί,
νομίζω, το
απόγειο σημείο
της. Ανακεφαλαιώνει
τις κατακτήσεις
του
συγγραφέα
κατά την
τελευταία
δεκαετία και
τις
συμπυκνώνει
στην καθαρότερη
και
εντελέστερη
μορφή τους.
Ηρακλής Παπαλέξης: Η Μαργαρίτα, αυτό το μικρομέγαλο, και ο Λουί, ο ξένος, απροσδιορίστου φύλου υπηρέτης, τα δεύτερα δηλ. πρόσωπα δρουν τόσο ανατρεπτικά και καταλυτικά στις εξελίξεις ώστε να μετατοπίζεται στην πορεία το ενδιαφέρον του αναγνώστη από τα δύο κεντρικά πρόσωπα. Γιατί επιλέξατε αυτή την "ανορθόδοξη" μέθοδο; Μένης Κουμανταρέας: Όλο το βιβλίο κινείται ανορθόδοξα. Μοιάζει με δοκίμιο χωρίς να είναι. Έχει μια κατ' επίφαση αστυνομική πλοκή, χωρίς να είναι αστυνομικό. Θυμίζει παραμύθι, αλλά δεν είναι. Δεν έχει ρεαλιστικούς χαρακτήρες, ωστόσο υπάρχουν οι άνθρωποι ολοζώντανοι. Παίζεται από ένα κουαρτέτο εκτελεστών, με έναν αφηγητή olligato. Τι σημασία έχει αν ο Λουί είναι δευτερεύον πρόσωπο όπως λέτε; Απορώ όμως γιατί χαρακτηρίζετε τη Μαργαρίτα ως τέτοιο! Εάν οι εμφανίσεις τους πυκνώνουν όσο η ιστορία προχωρά, είναι γιατί το θέλει η ίδια η ιστορία. Είναι θέμα ισορροπιών και δραματουργικής εξέλιξης. Και φυσικά το ενδιαφέρον του αναγνώστη δεν φεύγει από τον Καθηγητή ούτε στιγμή. Ακόμα και νεκρός, υπάρχουν τα γάντια του να τον θυμίζουν. Αυτά κατ' ουσίαν πρωταγωνιστούν. Περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ, 13-4-'94
Νίκος Βατόπουλος: Το "Η Μυρωδιά τους με κάνει να κλαίω" είναι επιστροφή στην πηγή της κλασικής αφήγησης ή αφετηρία για μια νέα σχέση με τον αναγνώστη; Μένης Κουμανταρέας: Μετά τη Συμμορία της Άρπας, που ήταν ένα σχόλιο για το τέλος του αιώνα και τη δύναμη της μουσικής, επιστρέφω στην πόλη μου, που είναι η Αθήνα. Αυτή τη φορά όμως δεν πρόκειται απλά για ιστορίες καθημερινών ανθρώπων. Γράφω για τους μύθους αυτής της πόλης. Πίσω από την καθημερινότητα παραμονεύει ένας κίνδυνος και μια απειλή. Υπάρχει σαφώς ένα κλίμα βίας που υποφώσκει. Ο κουρέας - που εδώ επέχει θέση ψυχαναλυτή, παπά ή γιατρού - ακούει τις εξομολογήσεις των πελατών του και μας τις μεταφέρει με την οξυδέρκεια του παρατηρητή, αλλά και με την υπερβολή του παραμυθά. Είναι καθαρά ιστορίες που οι άντρες αφηγούνται μεταξύ τους στους χώρους που συχνάζουν. Περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ, 4/1997
Επιτέλους
ένα ωραίο,
παραδοσιακό
μυθιστόρημα!
Μια ογκωδέστατη
αφήγηση
επτακοσίων
πενήντα
σελίδων, η οποία
μας
παραπέμπει
στα
παλαιότερα καθιερωμένα
πεζογραφήματα
του Μένη Κουμανταρέα:
τη "Βιοτεχνία
Υαλικών" και
την "Κυρία
Κούλα", τον "Ωραίο
Λοχαγό" και
τη "Φανέλα με
το νούμερο
εννιά" των
δεκαετών του
'70 και του '80. Ο
χρόνος του καλύπτει
το μακρύ
διάστημα από
το 1949 ως το 1990 και
οι σκηνές του
εκτυλίσσονται
σε όλων των
ειδών τους
αθηναϊκούς
χώρους… Ελισάβετ
Κοτζιά
Όλγα Σελλά: Πιστεύετε ότι αυτό το βιβλίο θα μπορούσε να αγγίξει έναν ξένο αναγνώστη; Μένης Κουμανταρέας: Εάν το βιβλίο είναι όντως καλό, βεβαίως μπορεί. Έχει όλα τα συστατικά που μπορεί να αρέσει και σ' έναν απλό άνθρωπο. έχει έρωτες, μίση, πάθη. Έχει την ιστορία της Μακρονήσου, που δεν χρειάζεται να είσαι Έλληνας για να την καταλάβεις. Αλίμονο αν ένας ξένος αναγνώστης δεν καταλαβαίνει ένα ελληνικό μυθιστόρημα. Τότε σημαίνει είτε ότι είναι κακό, είτε ότι εκείνος είναι σοβινιστής. Έτσι κι εμείς δεν θα μπορούσαμε ποτέ να διαβάσουμε τον Φλωμπέρ, τον Μπαλζάκ, τον Ντοστογιέφσκι, που έχουν τις ιδιαιτερότητες της πατρίδας τους. Όλγα Σελλά: Υπάρχει η αγωνία, σε νεότερους συγγραφείς, να γίνουν πιο κοσμοπολίτες μέσα από τα κείμενά τους. Μένης Κουμανταρέας: Ας γίνουν κοσμοπολίτες οι ίδιοι. Ας πάνε να ζήσουν έξω. Ή ας γράψουν για έξω. Δεν υπάρχουν κανόνες που λένε γράψε για την Αθήνα ή για το Άμστερνταμ. Ωστόσο, αυτός ο κοσμοπολιτισμός πολλές φορές μου φαίνεται ύποπτος. Μη ξεχνάμε ότι ο Κάφκα έγραψε μόνο για την Πράγα, ο Τζόις έγραψε μόνο για το Δουβλίνο. Εφημ. Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 22-7-2001
Ι. Το Γκάζι Σάββατο
βράδυ, η Μπέμπα
Ταντή κατηφόριζε
την Πειραιώς
φορτωμένη
τιμολόγια
και αποδείξεις.
Ένιωθε άκεφη
και κουρασμένη.
θα
προτιμούσε
να τριγύριζε
με τα χέρια
ελεύθερα σαν
άντρας. Από
τότε που
κληρονόμησε
το μαγαζί του
πατέρα της κι
αποφάσισε να
πάρει σύζυγο
και συνεταίρο,
έχασε το
βάδισμα του
νέου κοριτσιού,
το στήθος της
είχε μεγαλώσει,
τα μαλλιά της
θαμπώσει. |